Ἁλιθέρσης — masc acc pl (attic epic doric) Ἁλιθέρσης masc nom/voc pl (doric aeolic) Ἁλιθέρσης masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλιθέρσης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αλιθέρσης, Γλαύκος — (Λεμεσός 1897 – 1965).ψευδώνυμο του ποιητή Μιχάλη Χατζηδημητρίου. Σπούδασε στην Αθήνα φυσική αγωγή και εγκαταστάθηκε έπειτα στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου απ’ όπου και επαναπατρίστηκε λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του. Έργα του: Κρινάκια του… … Dictionary of Greek
Ἀλιθέρσην — Ἀλιθέρσης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀλιθέρσου — Ἀλιθέρσης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἁλιθέρσην — Ἁλιθέρσης masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
АЛИТЕРС — • Hālitherses, Άλιθερσης, сын Мастора, знаменитый предсказатель на острове Итаке, поддерживавший Телемаха против женихов. Ноm. Od. 2, 157, 253. 24, 451 … Реальный словарь классических древностей
Halitherses — HALITHERSES, æ, Gr. Ἁλιθέρσης, ου, (⇒ Tab. XI.) einer von des Ancäus Söhnen, welche er mit der Samia, des Flusses Mäanders Tochter, zeugete. Pausan. Achaic. c. 4. p. 402 … Gründliches mythologisches Lexikon
γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… … Dictionary of Greek